- επικροτώ
- (ε) μετ, одобрять, приветствовать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επικροτώ — επικροτώ, επικρότησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επικροτώ — (AM ἐπικροτῶ, έω) επιδοκιμάζω, εγκρίνω με ζωηρότητα («Καίσαρι δὲ ἀρνουμένῳ πᾱς ὁ δῆμος ἐπικρότει μετά βοής», Πλούτ.) αρχ. μσν. χειροκροτώ αρχ. 1. χτυπώ, συγκρούω με θόρυβο («ἐπικροτῶ τὰ κύμβαλα») 2. πέφτω με θόρυβο πάνω σε κάτι («τὰ δ’ ἅρματα… … Dictionary of Greek
επικροτώ — επικρότησα, επικροτήθηκα, επικροτημένος, μτβ., εγκρίνω, επιδοκιμάζω ζωηρά, αποδέχομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπικρότῳ — ἐπίκροτος beaten masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπικροτώ — έω, Α [ἐπικροτῶ] επικροτώ, εγκρίνω μαζί με άλλον … Dictionary of Greek
αναθορυβώ — ( έω) (Α ἀναθορυβῶ) [θορυβῶ] κάνω θόρυβο, επιδοκιμάζω κάτι θορυβωδώς, επικροτώ κραυγάζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θορυβῶ] … Dictionary of Greek
αντικροτώ — (Μ ἀντικροτῶ, έω) νεοελλ. αντηχώ·|| μσν. επικροτώ … Dictionary of Greek
δυναμώνω — (AM δυναμῶ, όω) [δύναμις] 1. δίνω δύναμη, ενισχύω, ισχυροποιώ, τονώνω 2. αποκτώ δυνάμεις, τονώνομαι μσν. νεοελλ. 1. ενθαρρύνω κάποιον 2. ενισχύω, εξοπλίζω 3. (για τόπο) οχυρώνω μσν. 1. σκληραίνω κάτι 2. επιδοκιμάζω, επικροτώ 3. (με την προθ. εις) … Dictionary of Greek
εγκρίνω — (Α ἐγκρίνω) 1. ύστερα από κρίση ή εξέταση παραδέχομαι κάτι ως σωστό, επιδοκιμάζω («ἐροῡ τιν ἄνδρα ἄριστον ἐγκρίνειαν ἄν ἤ οὐ παῑδα τὸν ἐμόν», Ευρ., Ηλέκτρα) 2. επικροτώ, χαρακτηρίζω ως καλό («τοὺς δὲ τῆς ψυχῆς ἐραστὰς ἐγκρίνειν κατὰ τὸ σύνολον»,… … Dictionary of Greek
επίκροτος — ἐπίκροτος, ον (AM) [επικροτώ] (για λίγο) εύηχος, ηχηρός αρχ. 1. (για έδαφος) πατημένος, στρωμένος 2. αυτός που κάνει κρότο … Dictionary of Greek
επιδοκιμάζω — εγκρίνω, αποδέχομαι, επικροτώ («επιδοκιμάζω τις απόψεις σου») … Dictionary of Greek